- μούλιασμα
- το [μουλιάζω]το αποτέλεσμα τού μουλιάζω, το μούσκεμα, η διαπότιση με νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek